- παραπετασμάτων
- παραπέτασμαthat which is spread beforeneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
κρετόν — το λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται για κατασκευή παραπετασμάτων, υποκαμίσων, καλυμμάτων επίπλων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Creton, χωριό στη Νορμανδία όπου πρωτοκατασκευάστηκε το ύφασμα] … Dictionary of Greek
νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… … Dictionary of Greek
πεταμνυφάντειρα — ἡ, Α υφάντρια παραπετασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέταμνον (πρβλ. τέραμνον «θάλαμος, οικία») + ὑφάντης + επίθημα τειρα] … Dictionary of Greek
φιλές — ο, και φιλέ, το, Ν 1. δικτυωτό πλέγμα που χρησιμοποιείται για να συγκρατούνται τα μαλλιά 2. δίχτυ που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παραπετασμάτων 3. (ιδίως) το δίχτυ που διαχωρίζει τις αντίπαλες ομάδες στο βόλεϋ 4. (τυπογρ.) μικρή… … Dictionary of Greek
φιλές — ο πληθ. έδες, και φιλέ, το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. πολύ λεπτό δικτυωτό πλέγμα που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα μαλλιά ή να δίνει φόρμα στα μαλλιά. 2. πλέγμα από νήμα όχι τόσο λεπτό, κατάλληλο για την κατασκευή παραπετασμάτων. 3. το πλέγμα που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)